Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσουρία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσουρία η [δisuría] Ο25 : (ιατρ.) δυσκολία στην ούρηση: Πάσχει από ~.

[λόγ. < αρχ. δυσουρία]

[Λεξικό Κριαρά]
δυσουρία η.
  • Δυσκολία στην ούρηση:
    • (Πτωχολ. P 319).

[αρχ. ουσ. δυσουρία. Η λ. και σήμ. ιατρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες