Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσνόητος, επίθ.
-
- Δυσκολονόητος:
- (Προδρ. ΙV 30).
[αρχ. επίθ. δυσνόητος. Η λ. και σήμ.]
- Δυσκολονόητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσνόητος -η -ο [δiznóitos] Ε5 : για κτ. που δύσκολα μπορεί κάποιος να το καταλάβει. ANT ευκολονόητος· (πρβ. ευνόητος): Δυσνόητο κείμενο / βιβλίο. || ~ συγγραφέας / φιλόσοφος, που διατυπώνει τις σκέψεις του με δυσνόητο τρόπο.
[λόγ. < αρχ. δυσνόητος]