Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσμένεια η [δizménia] Ο27 : αρνητική ή και εχθρική διάθεση εναντίον κάποιου προσώπου. ANT εύνοια, ευμένεια: Kομματικά στελέχη που έπεσαν σε ~. Έχει πέσει στη ~ των προϊσταμένων του. Έχει να αντιμετωπίσει τη ~ των πρώην προστατών του. || H ~ της τύχης, κακοτυχία.
[λόγ. < αρχ. δυσμένεια]