Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσκρασία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσκρασία η [δiskrasía] Ο25 : I. (ιατρ.) κακή κράση, καχεξία του οργανισμού, κυρίως για χρόνια παθολογική κατάσταση που οφείλεται σε διαταραχή του μεταβολισμού. II. (μετεωρ.) κακές κλιματολογικές συνθήκες ενός τόπου.

[λόγ. < ελνστ. δυσκρασία]

[Λεξικό Κριαρά]
δυσκρασία η.
  • 1) Άσχημες καιρικές συνθήκες:
    • Περί των επί ψυχράν δυσκρασία κεφαλαλγούντων (Ιατροσ. κώδ. ‚α´).
  • 2) Κακή κράση του οργανισμού· κακή διάθεση:
    • εξερνά και έναι δυσκρασία με το συκώτι (αυτ. τλς´).

[μτγν. ουσ. δυσκρασία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες