Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσκολο- [δiskolo] & δυσκολό- [δiskoló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα που έχουν ως β' συνθετικό κυρίως ρηματικό επίθετο σε -τος· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο δύσκολα μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που συνεπάγεται το β' συνθετικό· (πρβ. δυσ-). ANT ευκολο-: ~απόδειχτος, ~βάσταχτος, δυσκολόβρετος, ~γιάτρευτος, ~διάβαστος, ~πρόφερτος, ~πέραστος, ~ταίριαστος, ~χώνευτος. || δυσκολόγεννος, δυσκολόπιστος, που δύσκο λα γεννά, πιστεύει.
[θ. του επιθ. δύσκολ(ος) -ο-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσκολοαπόδειχτος -η -ο [δiskoloapóδixtos] & δυσκολοαπόδεικτος -η -ο [δiskoloapóδiktos] Ε5 : για κτ. που αποδεικνύεται δύσκολα. ANT ευκολοαπόδειχτος.
[λόγ. δυσκολο- + αποδεικ- (αποδεικνύω) -τος και με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολογροίκητος, επίθ.
-
- Που τον καταλαβαίνει κανείς δύσκολα, δυσνόητος:
- δυσκολογροίκητες οι γιεμιλιές του εβγαίνου (Στάθ. Γ´ 433).
[<επίρρ. δύσκολα + επίθ. (α)γροικητός]
- Που τον καταλαβαίνει κανείς δύσκολα, δυσνόητος:
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολόδρομος, επίθ.
-
- Που δύσκολα μπορεί να τον διαβεί κανείς, δύσβατος:
- στράταν δυσκολόδρομον (Λόγ. παρηγ. L 246).
[<επίθ. δύσκολος + ουσ. δρόμος]
- Που δύσκολα μπορεί να τον διαβεί κανείς, δύσβατος:
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολοεύρετος, επίθ.
-
- Που δύσκολα τον βρίσκει κανείς:
- (Διγ. Z 3423).
[<επίρρ. δύσκολα + ευρίσκω. Τ. δυσκολόβρετος στο Somav. και σήμ. λαϊκ. (Δημ.)]
- Που δύσκολα τον βρίσκει κανείς:
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολοϊατρευτός, επίθ.
-
- Που θεραπεύεται δύσκολα:
- τρία πράγματα είναι δυσκολοϊατρευτά, …: η ζουρλαμάδα, τα χρέη και ο κάκαρος (Μπερτολδίνος 170).
[<επίρρ. δύσκολα + ιατρεύω. Τ. ‑γιάτρευτος στο Βλάχ. και σήμ. (Δημ.)]
- Που θεραπεύεται δύσκολα:
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολονικημένος, μτχ. επίθ.
-
- Που δύσκολα μπορεί να τον νικήσει κανείς:
- Ζήλεια … δυσκολονικημένη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4599).
[<επίρρ. δύσκολα + μτχ. παρκ. του νικώ]
- Που δύσκολα μπορεί να τον νικήσει κανείς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσκολονόητος -η -ο [δiskolonóitos] Ε5 : δυσνόητος. ANT ευκολονόητος.
[λόγ. δυσκολο- + νοητ(ός) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολοπάτητος, επίθ.
-
- Που δύσκολα μπορεί να τον πατήσει κανείς:
- δυσκολοπάτητον όρος (Καλλίμ. 2518).
[<επίρρ. δύσκολα + πατώ. Η λ. και σήμ.]
- Που δύσκολα μπορεί να τον πατήσει κανείς:
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολοπέραστος, επίθ.· δυσκολοπέρατος.
-
- Που τον περνά κανείς δύσκολα:
- στράτες δυσκολοπέρατες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26610).
[<επίρρ. δύσκολα + περνώ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Που τον περνά κανείς δύσκολα: