Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσκολεύω [δiskolévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. κάνω κτ. δύσκολο, δημιουργώ εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη κάποιας δραστηριότητας. ANT διευκολύνω: H κακοκαιρία δυσκολεύει τις συγκοινωνίες. H έλλειψη προγραμματισμού δυσκολεύει την οικονομική ανάπτυξη. β. δημιουργώ σε κπ. δυσκολίες: Tον δυσκολεύουν τα μαθηματικά. Aν δε μου δώσεις τα στοιχεία που ζητώ, θα με δυσκολέψεις πολύ στη δουλειά μου. ANT διευκολύνω. || (παθ.) συναντώ δυσκολίες: Δυσκολεύεται στα μαθήματα / να περπατήσει χωρίς μπαστούνι. || γίνομαι δύσκολος: Δυσκόλεψαν τα μαθήματα. Δυσκόλεψε η κατάσταση. 2. (παθ.) α. διστάζω να κάνω ή να δεχτώ κτ., γιατί το θεωρώ δύσκολο ή απίθανο: Δυσκολεύομαι να του ζητήσω δανεικά. Aν με χρειαστείς, μη δυσκολευτείς να μου το πεις. Δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτά που μου λες. β. έχω οικονομικές δυσκολίες: Δυσκολευτήκαμε τα πρώτα χρόνια, τώρα όμως ζούμε άνετα.
[δύσκολ(ος) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολεύω· δυσκολεύγω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Κάνω κ. δύσκολο, δυσχεραίνω:
- το φως τά θέλου δυσκολεύγει (Ερωτόκρ. Γ´ 669).
- 2)
- α) Φέρνω δυσκολίες, εμποδίζω, αποτρέπω:
- μ’ εδυσκόλευγες τόν αγαπώ ν’ αφήσω (Ερωτόκρ. Ε´ 1029)·
- β) αποφεύγω κ.:
- του αρμηνεύγει ποιες κοπανιές … να δυσκολεύγει (Ερωτόκρ. Β´ 1026).
- α) Φέρνω δυσκολίες, εμποδίζω, αποτρέπω:
- 1) Κάνω κ. δύσκολο, δυσχεραίνω:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι:
- α δυσκολέψει, ζωντανή δε θε να την αφήσω (Ερωτόκρ. Ε´ 248).
- 2) Γίνομαι δύσκολος:
- και δυσκολέψει η μοίρα του με τους σκοπούς ομάδι (Ερωτόκρ. Α´ 481).
- 1) Φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι:
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Αισθάνομαι, υφίσταμαι δυσκολίες, δυσκολεύομαι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2654).
- 2) Αλλάζω γνώμη, μεταπείθομαι:
- ελόγιασαν απάνω μη διαβούμεν … μα να δυσκολευτούμεν (Διήγ. ωραιότ. 356).
- 1) Αισθάνομαι, υφίσταμαι δυσκολίες, δυσκολεύομαι:
[<επίθ. δύσκολος + κατάλ. ‑εύω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.