Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσκολία η [δiskolía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του δύσκολου. ANT ευκολία: H ~ ενός προβλήματος. 2. μειωμένη ικανότητα για κτ.: Έχει ~ στο βάδισμα / στην ομιλία. 3. εμπόδιο που δημιουργείται από μια περίπλοκη ή δυσάρεστη κατάσταση: Aν βρεις κάποια ~ στη δουλειά σου, μπορώ να σε βοηθήσω. Aντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στη ζωή του. Mου φέρνει δυσκολίες, δε δέχεται πρόθυμα να κάνει κτ. που του ζητώ. || Έχει (οικονομικές) δυσκολίες και δεν μπορεί να μας πληρώσει, έλλειψη οικονομικών πόρων.
[λόγ. < αρχ. δυσκολία (πρβ. λαϊκό δυσκολιά)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολία η· δυσκολιά.
-
- 1) Δυστροπία, παραξενιά:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 662).
- 2)
- α) Δυσχέρεια, δυσκολία:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1083])·
- β) δύσκολη περίσταση, δύσκολη κατάσταση:
- οι δυσκολιές ολπίζω να τελειώσου (Ερωτόκρ. Γ´ 1679).
- α) Δυσχέρεια, δυσκολία:
- 3) Εμπόδιο, κώλυμα:
- δε λογιάζω δυσκολιά να βάλεις σ’ έτοιο γάμο (Ερωτόκρ. Ε´ 474).
- 4) Βάσανο, στενοχώρια:
- τσι δυσκολιές μου σήκωνε (Ερωφ. Γ´ 37).
[αρχ. ουσ. δυσκολία. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Δυστροπία, παραξενιά: