Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσκαμψία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσκαμψία η [δiskampsía] Ο25 : η ιδιότητα του δύσκαμπτου. ANT ευκαμψία. 1. η δυσκολία να κάμψει κάποιος κτ.: H ~ του αυχένα / των γονάτων. 2. (μτφ.) δυσκολία προσαρμογής σε νέα ή σε ποικίλα δεδομένα: H ~ του κυβερνητικού μηχανισμού. H ~ μιας αυστηρά προγραμματισμένης οικονομίας.

[λόγ. δύσκαμπ(τος) -σία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες