Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσκαμψία η [δiskampsía] Ο25 : η ιδιότητα του δύσκαμπτου. ANT ευκαμψία. 1. η δυσκολία να κάμψει κάποιος κτ.: H ~ του αυχένα / των γονάτων. 2. (μτφ.) δυσκολία προσαρμογής σε νέα ή σε ποικίλα δεδομένα: H ~ του κυβερνητικού μηχανισμού. H ~ μιας αυστηρά προγραμματισμένης οικονομίας.
[λόγ. δύσκαμπ(τος) -σία]