Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσκίνητος -η -ο [δiskínitos] Ε5 : 1α. (για έμψ.) που εξαιτίας της σωματικής του κατασκευής ή κατάστασης κινείται με δυσκολία. ANT ευκίνητος: Ο ελέφαντας είναι ζώο δυσκίνητο. Είναι παχύς και γι΄ αυτό ~. Οι γέροι είναι συνήθως δυσκίνητοι. || για άτομο που δύσκολα αποφασίζει οποιαδήποτε μετακίνηση, που χαρακτηρίζεται γενικά από νωθρότητα στις κινήσεις του. β. για όχημα ή για σκάφος που κινείται αργά ή ελίσσεται με δυσκολία. ANT ευέλικτος. 2. (μτφ.) α. για νοητική λειτουργία με χαμηλό βαθμό απόδοσης. ANT ευκίνητος: Tο μυαλό του είναι πολύ δυσκίνητο. β. για οργανωτικό μηχανισμό που λειτουργεί με μεγάλη βραδύτητα: Οι δημόσιες υπηρεσίες είναι δυσκίνητες και πολύ λίγο αποδοτικές.
[λόγ. < αρχ. δυσκίνητος]