Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσθυμία η [δisθimía] Ο25 : α. κακή ψυχική διάθεση· κακοκεφιά, ακεφιά. ANT ευθυμία. β. (ψυχιατρ.) συναισθηματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ελαφρά κατάθλιψη.
[λόγ. < ελνστ. δυσθυμία, αρχ. σημ.: `απόγνωση΄]