Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσαρθρία η [δisarθría] Ο25 : (ιατρ.) δυσκολία στην άρθρωση των λέξεων.
[λόγ. < νλατ. dysarthria < dys- = δυσ- + αρχ. ἀρθρ(ῶ δες στο αρθρώ νω) -ia = -ία]