Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσαρεστώ [δisarestó] -ούμαι Ρ10.9 : προκαλώ σε κπ. δυσαρέσκεια με τη συμπεριφορά ή με τις ενέργειές μου που έρχονται σε αντίθεση με τις επιθυμίες, τις προσδοκίες ή τους σκοπούς του: Ο τρόπος της ζωής του έχει δυσαρεστήσει πολύ τους γονείς του. Δυσαρεστήθηκε, γιατί δεν τον εξυπηρέτησα. Είμαι πολύ δυσαρεστημένη με την απόδοσή του. || (μππ., ως ουσ.) ο δυσαρεστημένος: H αντιπολίτευση προσπαθεί να κερδίσει τους δυσαρεστημένους της κυβερνητικής παράταξης.
[λόγ. < ελνστ. δυσαρεστῶ, αρχ. σημ.: `ενοχλούμαι΄]