Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσαρέσκεια η [δisaréskia] Ο27 : α. δυσάρεστο συναίσθημα που προξενεί σε κπ. κτ. που δεν το εγκρίνει, δεν το επιθυμεί, και που συνήθ. εκδηλώνεται με λόγια ή με πράξεις. ANT ευχαρίστηση, ευαρέσκεια: Έδειξε την έντονη δυσαρέσκειά του για τις αποφάσεις που πήρα. Tα νέα οικονο μικά μέτρα έγιναν δεκτά από το λαό με ~. || H συμπεριφορά του δημιούργησε πολλές δυσαρέσκειες, αιτίες δυσαρέσκειας. β. μορφή επίπληξης προϊσταμένου σε υφιστάμενό του, κυρίως με το ρήμα εκφράζω. ANT ευαρέσκεια: Ο διευθυντής εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τη μειωμένη απόδοση των υπαλλήλων.
[λόγ. δυσ- αρέσκεια μτφρδ. γαλλ. désagré ment, mécontentement]