Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσαναπλήρωτος -η -ο [δisanaplírotos] Ε5 : που δύσκολα αναπληρώνεται, κυρίως για απουσία πολύ αξιόλογου ή αγαπητού προσώπου: Δυσαναπλήρωτη απώλεια. Ο θάνατός του άφησε δυσαναπλήρωτο κενό.
[λόγ. δυσ- αναπληρω- (δες αναπληρώνω) -τος]