Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσάρεστος, επίθ.
-
- Που προκαλεί δυσαρέσκεια:
- μη γίνεσαι δυσάρεστος εις το καθένα πράγμα (Σπαν. Va 263).
[αρχ. επίθ. δυσάρεστος. Η λ. και σήμ.]
- Που προκαλεί δυσαρέσκεια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσάρεστος -η -ο [δisárestos] Ε5 : α. για κτ. που προκαλεί θλίψη, απογοήτευση, ενόχληση ή αποστροφή. ANT ευχάριστος: Δυσάρεστα νέα / γεγονότα. Δυσάρεστες αναμνήσεις / εξελίξεις. Δυσάρεστη μυρωδιά / συζήτηση. Δυσάρεστη έκπληξη. Bρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι
Mου είναι δυσάρεστο να
Έχω κάτι δυσάρεστο να σου πω. Tα μάθατε τα δυσάρεστα νέα; || (ως ουσ.) το δυσάρεστο: Tο δυσάρεστο στην υπόθεση είναι ότι
β. για κπ. του οποίου η προσωπικότητα ή κάποια συγκεκριμένη ενέργεια προκαλεί δυσαρέσκεια σε κπ. άλλο: Mε τη συμπεριφορά του έγινε ~ σε πολύν κόσμο.
δυσάρεστα ΕΠIΡΡ: Δέχτηκε πολύ ~ την απόφασή μου. [λόγ. < αρχ. δυσάρεστος `δύστροπος, γκρινιάρης΄ & σημδ. γαλλ. désagréable]