Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυναστεύω [δinastévo] -ομαι Ρ5.1 : καταδυναστεύω.
[λόγ. < αρχ. δυναστεύω `κατέχω εξουσία΄ κατά τη σημ. του ρ. καταδυναστεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυναστεύω· δυναστεύγω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Εξουσιάζω κάπ. κατά τρόπο τυραννικό, καταπιέζω, καταδυναστεύω:
- Τούρκοι … δυναστεύαν τους πτωχούς, βίον τους είχαν πάρει (Σταυριν. 54)·
- (μεταφ.):
- Πας συκοφάντης … δυναστεύει ως ημπορεί πάντοτες την αλήθειαν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 390).
- 2)
- α) Πιέζω κάπ., βιάζω, εξαναγκάζω:
- οι λας εδυναστεύγαν να τους δώσουν (ενν. κρασίν) (Μαχ. 65814)·
- β) βιάζω (γυναίκα):
- (Σαχλ. A´ PM 268).
- α) Πιέζω κάπ., βιάζω, εξαναγκάζω:
- 3) Βασανίζω κάπ., τυραννώ, κακομεταχειρίζομαι:
- ήρξατο δυναστεύειν με, μυριοκαταπικραίνειν (Λίβ. Sc. 2184).
- 4) Παίρνω κ. με τη βία:
- οι Αρειανοί … εδυνάστευσαν και εκατέκαυσαν την εκκλησίαν (Hagia Sophia ω 50911).
- 5) Συγκρατώ, εμποδίζω:
- Η … δέσποινα ορμά να εμπεί εις το μνήμαν … Πιάνου την, δυναστεύουν την (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1709).
- 1) Εξουσιάζω κάπ. κατά τρόπο τυραννικό, καταπιέζω, καταδυναστεύω:
- Β´ (Αμτβ., ενεργ. και μέσ.) προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου, πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κ.:
- (Κορων., Μπούας 95)·
- εδυναστεύθηκεν να κρύψει την πικριά του (Θησ. Θ´ [795]).
- Η μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ. = αξιωματούχοι:
- ο μπασάς … και όλ’ οι δυναστεύοντες οι των Τουρκών μεγάλοι (Αχέλ. 761).
[αρχ. δυναστεύω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.