Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυναμώνω [δinamóno] Ρ1α μππ. δυναμωμένος : 1. ANT αδυνατίζω. α. κάνω κπ. πιο δυνατό, του ενισχύω τις σωματικές δυνάμεις: H άσκηση δυναμώνει το σώμα / τους μυς. || γίνομαι πιο δυνατός, αποκτώ περισσότερες σωματικές δυνάμεις: Tρώει καλά για να δυναμώσει. Γύρισε από τον παραθερισμό δυναμωμένος. || Δυνάμωσαν τα μαλλιά του, έγιναν πιο πυκνά. β. για κτ. που συντελεί στην καλύτερη ανάπτυξη ενός φυτικού οργανισμού: Tα λιπάσματα δυναμώνουν τις ρίζες. || για κτ. που αναπτύσσεται καλύτερα και ταχύτερα: Δυνάμωσαν οι ρίζες / τα κλαδιά. 2. δίνω σε κτ. μεγαλύτερη ένταση. ANT χαμηλώνω: ~ το ραδιόφωνο / τη φωνή μου, την ένταση του ήχου. ~ τη φωτιά. || για κτ. που αποκτά μεγαλύτερη ένταση. ANT μειώνομαι: Δυνάμωσε ο θόρυβος / ο αέρας / η βροχή. Δυνάμωσε το φως. ANT χαμήλωσε. 3. βελτιώνω την απόδοση κάποιου, κυρίως μαθητή, τον κάνω πιο δυνατό: Πρέπει να δυναμώσουμε το παιδί στην έκθεση. || βελτιώνεται η απόδοσή μου, γίνομαι πιο δυνατός: Kάνει φροντιστήριο για να δυναμώσει στα ελληνικά.
[μσν. δυναμώνω < ελνστ. δυναμ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυναμώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Δίνω δύναμη, ενισχύω, ενθαρρύνω, τονώνω:
- Χριστέ μου, … δυνάμωσέ μας (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25713)·
- β) ενισχύω, εξοπλίζω:
- ο δράκων ήτον δυναμωμένος με δέκα κέρατα (Χίκα, Μονωδ. 119)·
- γ) (προκ. για τόπο, για κάστρο) οχυρώνω, ενισχύω:
- τον κάμπον εδυνάμωσαν με πάλους και χανδάκια (Θησ. (Foll.) I 93· Χρον. σουλτ. 1131)·
- δ) (προκ. για μάχη) εντείνω:
- (Μαχ. 6524).
- α) Δίνω δύναμη, ενισχύω, ενθαρρύνω, τονώνω:
- 2) Κάνω άκαμπτο κ., σκληραίνω:
- εδυνάμωσεν ο Κύριος την καρδιά του Φαρώ βασιλεά της Αίγυφτος (Πεντ. Έξ. XIV 8).
- 3) Παρακαλώ κάπ. με επιμονή:
- εδυνάμωσεν αυτόν και επήρεν (Πεντ. Γέν. XXXIII 11).
- 4) Επιδοκιμάζω, επικροτώ:
- τους λόγους πολλοί … τους έστρεξαν και εδυνάμωσάν τους (Θησ. ΙΒ´ [202]).
- 5) Διαβεβαιώνω:
- τό είπεν η Παραβάραινα όλες το δυναμώσαν (Σαχλ. B´ PM 621).
- 6) Αυξάνω, πληθαίνω κ.:
- Δυνάμωσε τα δάκρυα σου (Ερωφ. Δ´ 411).
- 7) (Mε σύστ. αντικ.) φανερώνομαι με βία:
- Τι εδυνάμωσες απάνου σου δυνάμωμα! (Πεντ. Γέν. XXXVIII 29).
- 1)
- Β´ (Με την πρόθ. εις)
- 1) Επιτίθεμαι, ορμώ με βιαιότητα εναντίον κάπ.:
- εδυνάμωσαν εις τον ανήρ … και εσίμωσαν να τσακίσουν την πόρτα (Πεντ. Γέν. XIX 9).
- 2) Βιάζω (γυναίκα):
- να εύρει ο ανήρ την παιδοπούλα … και να δυναμώσει εις αυτήν (Πεντ. Δευτ. XXII 25).
- 3)
- α) Πιάνω, κρατώ κ.:
- εδυνάμωσαν οι αθρώποι εις το χέρι του (Πεντ. Γέν. XIX 16)·
- β) πιάνω κ. με βία, με ορμή:
- να απλώσει το χέρι της και να δυναμώσει εις τα διδύμια του (Πεντ. Δευτ. XXV 11).
- α) Πιάνω, κρατώ κ.:
- 4) Στηρίζω, υποστηρίζω κ.:
- ο Ααρών και ο Χουρ εδυνάμωναν εις τα χέρια του από εδώ ένας και από εδώ ένας (Πεντ. Έξ. XVII 12).
- 5) Συγκρατώ, κατακρατώ κάπ.:
- (Πεντ. Έξ. IX 2).
- 6) Παρακαλώ έντονα, επιμένω:
- εδυνάμωσεν εις αυτουνούς πολλά και έγνεψαν προς αυτόν (Πεντ. Γέν. XIX 3).
- 1) Επιτίθεμαι, ορμώ με βιαιότητα εναντίον κάπ.:
- Γ´ Αμτβ.
- 1)
- α) Αποκτώ δύναμη, γίνομαι δυνατός, τονώνομαι:
- να μην αφήνει τον εχθρό να δυναμώνει (Χρον. σουλτ. 6919)·
- β) (Προκ. για κάστρο, βασίλειο) αποκτώ δύναμη:
- (Πεντ. Δευτ. II 36).
- α) Αποκτώ δύναμη, γίνομαι δυνατός, τονώνομαι:
- 2) Γίνομαι σφοδρός, άγριος:
- κάθα ώρα ο πόλεμος αγριεύγει, δυναμώνει (Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ´ 1729).
- 3) Γίνομαι γρήγορος:
- εδυνάμωσεν το γύρισμα του ουρανού (Διήγ. Αλ. V 26).
- 4)
- α) Αυξάνομαι, μεγαλώνω:
- ωσάν ριζώσει και δυναμώσει η δύναμις της παιδεύσεως (Σοφιαν., Παιδαγ. 107)·
- β) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι:
- να δυναμώσεις … ανατολικά και βορεινά (Πεντ. Γέν. XXVIII 14).
- α) Αυξάνομαι, μεγαλώνω:
- 5) Γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω:
- εδυνάμωσεν ο ανήρ … και ήτον αυτουνού ποίμινιο πολύ και σκλάβες (Πεντ. Γέν. XXX 43).
- 6) Γίνομαι σκληρός, άκαμπτος:
- εδυνάμωσεν η καρδιά του Φαρώ και δεν απέστειλεν τα παιδιά του Ισραέλ (Πεντ. Έξ. IX 35).
- 1)
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Παίρνω θάρρος, γίνομαι δυνατός:
- Άγουροι, δυναμώνεσθε (Διγ. Gr. 630).
- 2) Προσπαθώ:
- δυναμώσου να μη φας το αίμα (Πεντ. Δευτ. XII 23).
- 1) Παίρνω θάρρος, γίνομαι δυνατός:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει δύναμη, ισχυρός:
- Είχον και άρματα καλά, καλά δυναμωμένα (Διγ. Α 3617).
[<δυναμώ. Η λ. στο Meursius (‑ννειν) και σήμ.]
- I. Ενεργ.