Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυναμό
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμό το [δinamó] Ο (άκλ.) : μηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα μετατρέποντας τη μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική· δυναμομηχανή, δυναμοηλεκτρική μηχανή: ~ αυτοκινήτου / ποδηλάτου.

[λόγ. < γαλλ. dynamo (θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. από την κατάλ.) < dyname < αρχ. δύναμις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμο- [δinamo] & δυναμό- [δinamó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. δύναμη ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ονόματα εργαλείων ή συσκευών: ~γράφος, ~δείκτης, δυναμόμετρο, δυναμόκλειδο, ~πολύγωνο, ~σκόπιο. 2. σε σύνθετα επίθετα: ~γόνος, ~ηλεκτρικός.

[λόγ. < γαλλ. dynamo- < αρχ. δύναμ(ις) -ο- ως α' συνθ.: δυναμό-μετρον < γαλλ. dynamomètre]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμογόνος -ος / -α -ο [δinamoγónos] Ε14 : που παράγει δύναμη.

[λόγ. < γαλλ. dynamogène < dynamo- = δυνα μο- + -gène = -γόνος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμογράφος ο [δinamoγráfos] Ο18 : όργανο που καταγράφει την παραγόμενη δύναμη.

[λόγ. < γαλλ. dynamographe < dynamo- = δυνα μο- + -graphe = -γράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμοηλεκτρικός -ή -ό [δinamoilektrikós] Ε1 : που αναφέρεται στο δυναμικό ηλεκτρισμό: Δυναμοηλεκτρική μηχανή, δυναμό, δυναμομηχανή.

[λόγ. < γαλλ. dynamo-électrique < dynamo- = δυνα μο- + électrique = ηλεκτρικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμοκρατία η [δinamokratía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία που δέχεται ότι η ουσία της ύλης είναι μια μορφή πρωταρχικής δύναμης και ενέργειας· δυναμισμός.

[λόγ. δυναμο- + -κρατία απόδ. γαλλ. dynamisme (dynam(o)- = δυναμ(ο)-, -isme = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμόμετρο το [δinamómetro] Ο40 : γενική ονομασία συσκευών που μετρούν την ένταση δυνάμεων.

[λόγ. < γαλλ. dynamomètre < dynamo- = δυνα μο- + -mètre = -μετρον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμομηχανή η [δinamomixaní] Ο29 : μηχανή που παράγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα· δυναμό, δυναμοηλεκτρική μηχανή.

[λόγ. δυναμο- + μηχανή μτφρδ. γαλλ. dynamomachine (dynamo- = δυναμο-)]

[Λεξικό Κριαρά]
δυναμοπαροδόχος, επίθ.
  • (Προκ. για το Θεό) που παρέχει δύναμη, ανδρεία:
    • (Διγ. Άνδρ. 37813).

[<επίθ. δυναμοπάροχος (LBG) με πιθ. επίδρ. του *δυναμοδόχος]

[Λεξικό Κριαρά]
δυναμότερος, επίθ.
  • 1) (Προκ. για πράγμα) δυνατότερος, ισχυρότερος:
    • δυναμότερον φουσσάτο (Διήγ. Αλ. V 46).
  • 2) (Προκ. για πρόσωπο) πιο δυνατός, πιο γενναίος:
    • (Θησ. Ϛʹ Υπόθ. [8]).
  • 3) (Προκ. για τόπο, κάστρα) πιο οχυρωμένος, πιο ασφαλής:
    • (Χρον. σουλτ. 1114).
  • 4) (Προκ. για δέσιμο) σφιχτότερος, ανθεκτικότερος:
    • Με κόμπους δυναμότερους δεμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1351]).
  • Το ουδ. εν. ως επίρρ. = δυνατότερα:
    • Πιάστε το δυναμότερον, βλέπετε το θηρίον (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 916).
  • Το ουδ. πληθ. ως επίρρ. = δυνατότερα, σφοδρότερα:
    • άναψε ο πόλεμος δυναμότερα (Χρον. σουλτ. 824).

[<συγκρ. επίθ. δυνατότερος με επίδρ. του ουσ. δύναμη. Η λ. τον 7. αι. (ώτερος, Lampe)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες