Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυναμωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμωτικός -ή -ό [δinamotikós] Ε1 : για τροφή ή για φάρμακο που ενισχύει, δυναμώνει τον οργανισμό· τονωτικός: Ο ζωμός του βοδινού είναι πολύ ~. || (ως ουσ.) το δυναμωτικό, δυναμωτικό φάρμακο: Παίρνει δυναμωτικά, γιατί είναι πολύ εξασθενημένος.

[ελνστ. δυναμωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες