Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυναμωτικός -ή -ό [δinamotikós] Ε1 : για τροφή ή για φάρμακο που ενισχύει, δυναμώνει τον οργανισμό· τονωτικός: Ο ζωμός του βοδινού είναι πολύ ~. || (ως ουσ.) το δυναμωτικό, δυναμωτικό φάρμακο: Παίρνει δυναμωτικά, γιατί είναι πολύ εξασθενημένος.
[ελνστ. δυναμωτικός]