Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυναμισμός ο [δinamizmós] Ο17 : I1. η ιδιότητα του δυναμικού: Άνθρωπος με μεγάλο δυναμισμό, δραστήριος και μαχητικός. 2. για δραστηριότητα που παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία της εξέλιξης: Ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι παρουσιάζουν μεγάλο δυναμισμό. II. (φιλοσ.) δυναμοκρατία.
[λόγ. < γαλλ. dynamisme < αρχ. δύναμ(ις) -isme = -ισμός]