Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυναμικός -ή -ό [δinamikós] Ε1 : 1α. για άτομο που υπερνικά εμπόδια ή επιβάλλει καταστάσεις με την ψυχική αντοχή που τον διακρίνει και με τη δραστηριότητα ή με τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσει: Εταιρεία ζητά δυναμικούς συνεργάτες. Οι πρώτες φεμινίστριες ήταν πολύ δυναμικές γυναίκες. β. (με αφηρ. ουσ.) β1. που χαρακτηρίζεται από έντονη δράση ή από στοιχεία που εντυπωσιάζουν: H κυβέρνηση θα εφαρμόσει δυναμική πολιτική. Δυναμικές ενέργειες. H δυναμική είσοδος των ηθοποιών στη σκηνή. β2. που χαρακτηρίζεται από κάποια βιαιότητα: Οι απεργοί θα προβούν σε δυναμικές ενέργειες / αντιδράσεις. 2α. που παρουσιάζει εξελικτική τάση. ANT στατικός: Δυναμική βιομηχανία. ~ τομέας απασχόλησης. || Δυναμικές καλλιέργειες. β. για επιστήμη που εξετάζει τα φαινόμενα εξελικτικά ή σε σχέση με την κίνηση που παρουσιάζουν: Δυναμική οικονομία / γεωλογία. 3α. που έχει σχέση με τη δράση φυσικών δυνάμεων. ANT στατικός: ~ ηλεκτρισμός, που παράγεται με βολταϊκή στήλη ή με δυναμομηχανή. Δυναμική κατάσταση ενός σώματος, όταν το σώμα βρίσκεται σε κίνηση. β. (φωνητ.) ~ τόνος*. ANT μουσικός τόνος.
δυναμικά ΕΠIΡΡ: Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν ~, με διαδηλώσεις, καταλήψεις κτλ. H βιομηχανία μας μπήκε ~ στην ΕΟK, με ισχυρά στηρίγματα, με πολλά πλεονεκτήματα. [λόγ. < γαλλ. dynamique (στη νέα σημ.) < ελνστ. δυναμικός `αποτελεσματικός΄]