Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυάδα η [δiáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Οι μαθητές είναι παραταγμένοι κατά δυάδες / σε δυάδες, ανά δύο. || H ~ Bενιζέλος-Kωνσταντίνος.
[λόγ. < αρχ. δυάς, αιτ. -άδα]