Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρώμενο το [δrómeno] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : ό,τι διαδραματίζεται κάπου: Θεατρικά (θρησκευτικά / λαϊκά) δρώμενα, ομαδικές παραστάσεις, συνήθ. με θρησκευτικό ή μαγικό χαρακτήρα. Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τα δρώμενα στην πολιτική σκηνή. Tα ιστορικά δρώμενα καταγράφονται από τους σύγχρονους με αυτά ιστορικούς.
[λόγ. εν. < αρχ. δρώμενα τά `αυτά που επιτελούνται΄ ουδ. πληθ. της μπε. του ρ. δρῶ στη σημ. `τελώ μυστικιστικές τελετές΄]