Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρύπη η [δrípi] Ο30 : (βοτ.) σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο και με χυμώδες, σκληρό ή ινώδες περίβλημα, όπως π.χ. το κεράσι, το αμύγδαλο, η ελιά κτλ.
[λόγ. < γαλλ. drup(e) -η (ορθογρ. δαν.) < λατ. drupa `ώριμη ελιά΄ < ελνστ. δρύππα (δες στο θρούμπα)]