Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρύινος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δρύινος, επίθ.· δρένιος· ιδρέινος.
  • Καμωμένος από βαλανιδιά, δρύινος·
    • (εδώ σε αδύνατον):
      • βρακίν πεύκινον και κάλτσας δρένιας (Σπανός A 458).

[αρχ. επίθ. δρύινος. Ο τ. δρ‑ σήμ. ιδιωμ. (Andr.). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρύινος -η -ο [δríinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από ξύλο δρυός: Δρύινη βιβλιοθήκη / τραπεζαρία. Δρύινο πάτωμα.

[λόγ. < αρχ. δρύϊνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες