Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρόσισμα το [δrósizma] Ο49 : μεταβολή από θερμότερη κατάσταση σε ψυχρότερη: Mε το ~ του καιρού σταμάτησαν τα μπάνια.
[δροσισ- (δροσίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δρόσισμαν το.
-
- (Σε αρνητικές προτάσεις) τίποτε (πβ. δροσιά 5):
- δρόσισμαν δεν ευρίσκασιν για να ’ναι ταγισμένοι (Θρ. Κύπρ. Μ 272).
[αόρ. του δροσίζω + κατάλ. ‑μαν. Η λ. (‑α) στο Somav. και σήμ.]
- (Σε αρνητικές προτάσεις) τίποτε (πβ. δροσιά 5):