Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δρόμων ο.
-
- Ελαφρό πολεμικό πλοίο:
- τριήρεις … και τεσσαράκοντα δρόμωνες (Ψευδο-Σφρ. 38221).
[μτγν.(;) ουσ. δρόμων (L‑S Suppl.). Βλ. και Steph., Soph., ODB]
- Ελαφρό πολεμικό πλοίο:
[Λεξικό Κριαρά]
- δρομωνάριν το,
- βλ. δρομονάριν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρόμωνας ο [δrómonas] Ο5 : α. πολεμικό πλοίο των Bυζαντινών, κωπήλατο και ιστιοφόρο. β. κορβέτα.
[λόγ. < ελνστ. δρόμων, αιτ. -ωνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δρομώνι το,
- βλ. δρομόνι.