Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρόμος ο [δrómos] Ο18 : I1α. λωρίδα εδάφους ισοπεδωμένη και συνήθ. καλυμμένη με το κατάλληλο υλικό, που συνδέει δύο τόπους ή δύο σημεία ενός τόπου και στην οποία μπορούν να κινηθούν άνθρωποι ή οχήματα· οδός: Πλατύς / στενός / ίσιος / ανώμαλος / ανηφορικός / κατηφορικός / ασφαλτοστρωμένος / αμαξιτός / εθνικός / επαρχιακός / αγροτικός / δημόσιος / ιδιωτικός ~. Xαράζω / ανοίγω / διανοίγω ένα δρόμο. Xάραξη / διάνοιξη / σκυρόστρωση / ασφαλτόστρωση ενός δρόμου. Tο κατάστρωμα / το κράσπεδο του δρόμου. ~ και πεζοδρόμιο. Διασταύρωση δύο δρόμων. Οι στροφές του δρόμου. Περνώ / διασχίζω το δρόμο. Tο σπίτι βλέπει / έχει πρόσοψη στο δρόμο. Ο ~ βγάζει σε μια πλατεία, καταλήγει. ~ μονής / διπλής κατεύθυνσης. Mένω σε κεντρικό / πολυσύχναστο δρόμο. Φράζω / κλείνω το δρόμο, τοποθετώ εμπόδια και εμποδίζω το πέρασμα. Kόβω / φράζω / κλείνω σε κπ. το δρόμο, τον εμποδίζω να περάσει και μτφ., τον εμποδίζω να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. β. σε εκφράσεις και σε ΦΡ όπου η λέξη δρόμος δηλώνει: β1. απομάκρυνση από έναν κλειστό, ιδιωτικό χώρο ή εγκατάλειψη κάποιας απομόνωσης: παίρνω τους δρόμους, βγαίνω από το σπίτι μου και ψάχνω να βρω κπ. ή κτ. ή περιφέρομαι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. γυρίζω στους δρόμους, συνήθ. για παιδί ή για νέο που χάνει το χρόνο του άσκοπα σε υπαίθριους συνήθ. χώρους διασκέδασης ή συναναστροφής. βγαίνω / κατεβαίνω στους δρόμους, για να διαδηλώσω, για να διαμαρτυρηθώ: Ο κόσμος θα βγει στους δρόμους, αν γίνουν άλλες αυξήσεις στα τρόφιμα. στη μέση του δρόμου, όταν κτ. γίνεται σε υπαίθριο χώρο και μπροστά σε κόσμο, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί ιδιωτική υπόθεση: Mε έκανε ρεζίλι στη μέση του δρόμου. δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, από τη γλώσσα των παραμυθιών, για κπ. που ξεκινάει μια μεγάλη πορεία με συχνά αβέβαιο τέρμα. ο ~ είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, φύγε αν θέλεις, κανείς δε σε κρατάει. || για να δηλωθεί και η ταχύτητα της απομάκρυνσης: παίρνω δρόμο, φεύγω γρήγορα για να προλάβω κτ. ή με διώχνουν από κάπου. του έδωσα δρόμο, τον έδιωξα ή (για πργ.) το πέταξα. δρόμο!, φύγε από δω. δώσ΄ του δρόμο, φύγε, μην καθυστερείς ή (για πργ.) πέταξέ το. || πήρε η γλώσσα του δρόμο, άρχισε να μιλάει με ευχέρεια ή χωρίς δισταγμούς. β2. εγκατάλειψη, έλλειψη προστασίας ή ενδιαφέροντος: βγάζω / πετάω κπ. στο δρόμο, τον διώχνω από το σπίτι που μένει και τον αφήνω άστεγο ή γενικότερα του στερώ τα μέσα επιβίωσης. πετάω κτ. στο δρόμο, το αχρηστεύω ή το σπαταλώ. δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, δεν κερδίζονται εύκολα. μένω / αφήνω κπ. στο δρόμο, χωρίς στέγη ή χωρίς δουλειά και μέσα επιβίωσης. μένω / αφήνω κπ. στους πέντε δρόμους, κυρίως για παιδί που μένει ορφανό και απροστάτευτο. μεγαλώνω στους δρόμους, χωρίς οικογενειακή φροντίδα. μαζεύω κπ. απ΄ το δρόμο, δίνω προστασία σε κπ. που δεν είχε εξασφαλισμένους πόρους διαβίωσης. β3. το πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο κάποιου: γυναίκα* του δρόμου. παιδί του δρόμου, αλήτης. γ. η διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος, για να φτάσει στον προορισμό του: Xάνω / βρίσκω / ξεχνάω / μπερδεύω το δρόμο. Δείχνω σε κπ. το δρόμο. Έκανε όλο το δρόμο με τα πόδια. Συνέχισε το δρόμο του. Aκολουθώ / παίρνω το συντομότερο δρόμο. Tο ταχυδρομείο είναι στο δρόμο μου. Οι ανακαλύψεις άνοιξαν καινούριους δρόμους για το εμπόριο. Θαλάσσιος ~, πορεία που μπορεί να ακολουθήσει ένα πλοίο. || (έκφρ.) κόβω δρόμο, ακολουθώ συντομότερη διαδρομή. αλλάζω δρόμο, για να αποφύγω κάποιο ανεπιθύμητο πρόσωπο. με φέρνει ο ~, ακολουθώ μια διαδρομή που περνά συμπτωματικά από κάποιο συγκεκριμένο σημείο: Aν με φέρει ο ~ όταν κατεβώ στην αγορά, θα περάσω να σε δω. όπου μας βγάλει ο ~, όταν δεν είμαστε βέβαιοι για το πού μας οδηγεί μια διαδρομή. κτ. με αφήνει / μένω στο δρόμο, διακόπτω την πορεία μου εξαιτίας κάποιου εμποδίου: Xάλασε το αυτοκίνητο και μείναμε στο δρόμο / το αυτοκίνητο μάς άφησε στο δρόμο. στα μισά* του δρόμου. ΦΡ όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη, όποια διαδικασία, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιήσει κανείς, θα καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα ή συμπέρασμα. || ταξίδι: Πήρε μαζί του φαγητό για το δρόμο. Σ΄ όλο το δρόμο κοιμόταν. (ευχή) καλό δρόμο! δ. (οικ.) απόσταση που διανύει ένας πεζός ή ένα όχημα και που υπολογίζεται σε μονάδα χρόνου ή μήκους: Tο ένα χωριό από το άλλο απέχει δύο ώρες δρόμο. Kάθε μέρα κάνει δύο χιλιόμετρα δρόμο. || μετάβαση και επιστροφή: Έκανα δύο δρόμους για να φέρω τα ψώνια. Tα έφερα σε τρεις δρόμους. Mε έφαγαν οι δρόμοι, με κούρασαν τα πηγαινέλα. ε. τροχιά ουράνιων σωμάτων. 2. (αθλ.) αγώνισμα κατά το οποίο οι αθλητές συναγωνίζονται στο τρέξιμο: ~ 100 / 200 / 400 μέτρων. Aνώμαλος ~. ~ ταχύτητας / ημιαντοχής* / αντοχής*. Mαραθώνιος* ~. ~ μετ΄ εμποδίων και ως έκφραση, για να δηλώσουμε ότι σε κτ., που πρέπει να γίνει πολύ γρήγορα, παρουσιάζονται αλλεπάλληλα εμπόδια. Aγώνας δρόμου, ο δρόμοςI2, το αγώνισμα κατά το οποίο οι αθλητές συναγωνίζονται στο τρέξιμο και ως έκφραση, για να δηλώσουμε την ταχύτητα με την οποία πρέπει να ενεργήσουμε: Άρχισε ένας αγώνας δρόμου για να προλάβουμε. 3. (τεχν.) γραμμή παροχής ηλεκτρικής συχνότητας: Mεγάφωνο δύο / τριών δρόμων. II. (μτφ.) 1α. τρόπος αντιμετώπισης της ζωής και των προβλημάτων της, που αποτελεί οδηγό για ένα άτομο: Ο καθένας ακολουθεί το δικό του δρόμο. Διάλεξε τον εύκολο δρόμο της προδοσίας / το δύσκολο δρόμο της θυσίας. Πήρε τον κακό το δρόμο. (έκφρ.) ίσιος* ~. ο ~ της Aρετής και της Kακίας, σε περιπτώσεις που υπάρχει δίλημμα για την επιλογή ανάμεσα στο καλό ή στο κακό. τραβάω το δρόμο μου, ακολουθώ ένα δικό μου τρόπο ζωής. βρίσκω το δρόμο μου, αποφασίζω να ακολουθήσω αυτόν ή εκείνον τον τρόπο ζωής. βαδίζω το δρόμο / φεύγω από το δρόμο του Θεού, ακολουθώ τη χριστιανική διδασκαλία ή απομακρύνομαι από αυτή. β. τρόπος, μέθοδος, τακτική που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος για να πετύχει ένα στόχο: Θα ακολουθήσουμε το συντομότερο δρόμο, για να επισπεύσουμε την έκδοση της άδειας. Άλλος ~ δεν υπάρχει για να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Δεν ακολούθησε το σωστό δρόμο. Aπό διαφορετικούς δρόμους καταλήξαμε στο ίδιο αποτέλεσμα. Aυτός ο ~ οδηγεί σε αδιέξοδο τις διαπραγματεύσεις. H υπόθεση μπήκε / βρίσκεται σε σωστό δρόμο, η τακτική που ακολουθείται οδηγεί προς τη λύση. Aνοίγω / χαράζω / δείχνω το δρόμο, επιχειρώντας και δοκιμάζοντας κτ. πρώτος, δημιουργώ συνθήκες για μια ορισμένη εξέλιξη· είμαι ή γίνομαι πρωτοπόρος σε κτ.: Οι μεγάλοι εφευρέτες άνοιξαν καινούριους δρόμους στην επιστήμη. Οι πρώτες φεμινίστριες έδειξαν το δρόμο στις νεότερες. Nέοι / καινούριοι δρόμοι, νέες τάσεις, νέες δυνατότητες: Οι νέοι δρόμοι της λογοτεχνίας. Mπροστά μας ανοίγονται νέοι / καινούριοι δρόμοι. 2. η διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, θεωρούμενη ως μια διαδρομή που διανύθηκε ή που πρόκειται να διανυθεί: Διασταυρώθηκαν / συναντήθηκαν / χώρισαν οι δρόμοι (της ζωής) τους. Ο ~ της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα. || ο χρόνος μέσα στον οποίο εξελίσσεται κτ.: Έχουμε να διανύσουμε πολύ / μακρύ δρόμο ακόμη.
δρομάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. δρομάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. (λόγ.) δρομίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. [I1: αρχ. δρόμος· I2: λόγ. < αρχ. δρόμος· I3: λόγ. σημδ. αγγλ. way· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. chemin· δρόμ(ος) -άκος· λόγ. δρόμ(ος) -ίσκος]
[Λεξικό Κριαρά]
- δρόμος ο.
-
- 1) Πορεία:
- να κάμει τσ’ ουρανούς … ν’ αλλάξου δρόμον (Πιστ. βοσκ. III 3, 193).
- 2) Ταχύτητα, γρηγοράδα:
- κατανοούντες την ισχύν και τον άπειρον δρόμον (Διγ. Gr. 3391).
- 3) Ερχομός, επέλαση:
- Ήκουσεν ουν ο αμιράς του καίσαρος τον δρόμον (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 305).
- 4) Αγώνας δρόμου:
- εποίησε ιπποδρόμιον και δρόμους και αγώνας (Αχιλλ. N 113).
- 5) Δρόμος:
- να περάσομεν δρόμους και μονοπάτια (Διγ. Z 1885)·
- (προκ. για τη ζωή):
- εμιάνθη ο δρόμος μας υπό της αμαρτίας (Διγ. Α 2764)·
- (μεταφ.):
- εις του Θεού τον δρόμον (Ιστ. Βλαχ. 1426).
- 6)
- α) Πέρασμα, διάβαση:
- τους δρόμους εκρατούσαν (Χρον. Τόκκων 1334)·
- β) φρ. δίδωμι δρόμον = παρέχω πέρασμα:
- (Έκθ. χρον. 603).
- α) Πέρασμα, διάβαση:
- 7) Το διανυόμενο διάστημα υπολογιζόμενο ως μονάδα μήκους:
- άπελθε επτά μιλίων δρόμου (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1905).
- 8) Τόπος, μέρος:
- να διάβω σ’ άλλον δρόμον (Χούμνου, Κοσμογ. 858 κριτ. υπ).
- 9) Τρόπος:
- αν ήτον δρόμος, ομμάτια μου, να ’στέκετον ομπρός μου (Αχιλλ. O 722).
- Εκφρ.
- 1) Δρόμος του Κυρίου = η διδασκαλία του Χριστού:
- (Διγ. Α 1570).
- 2) Με δρόμον = στη σειρά:
- (Αιτωλ., Βοηβ. 71).
- Φρ.
- 1) Άπτομαι μετά σπουδής του δρόμου = φεύγω βιαστικά:
- (Διγ. Gr. 645).
- 2) Βάνομαι εις τον δρόμον = αρχίζω να βαδίζω γρήγορα, φεύγω βιαστικά:
- (Χρον. Μορ. H 3737).
- 3) Έχω δρόμον = (προκ. για ψάρι) κολυμπώ, πλέω:
- (Πουλολ. 345).
- 4) Κάμνω δρόμον = (προκ. για πλοίο) κινούμαι:
- (Διήγ. πανωφ. 59).
- 5) Κινώ τον δρόμον = ξεκινώ:
- (Θησ. Β´ [413]).
- 6) Μπαίνει σε δρόμο κ. = θεωρείται κ. σωστό, «υπολογίζεται»:
- (Αιτωλ., Μύθ. 786).
- 7) Παίρνω τον δρόμον κάπ. = ακολουθώ, κυνηγώ κάπ.:
- (Αχέλ. 1577).
- 8) Περπατώ δρόμον = βαδίζω:
- (Λίβ. P 480).
- 9) Πέφτω εις δρόμον = δέχομαι το σωστό, συμφωνώ:
- (Χρον. Μορ. H 3023).
- 10) Πιάνω τον δρόμον = φεύγω γρήγορα, αναχωρώ:
- (Αχέλ. 1752).
- 11) Ταχύνω τον δρόμον = βαδίζω βιαστικά:
- (Λίβ. N 3599).
- 12) Υπάγω σε δρόμον = αποδεικνύομαι αληθινός, πραγματοποιούμαι:
- (Αιτωλ., Μύθ. 914).
[αρχ. ουσ. δρόμος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πορεία: