Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρωτσίλα η [δrotsíla] Ο25α : (οικ.) ερεθισμός του δέρματος που προκαλείται από τον ιδρώτα· δρωτήρι.
[ελνστ. *ἱδρωτ(ίς) (πρβ. πληθ. ἱδρωτίδες) -ίλα, με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]