Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρωτήρι το [δrotíri] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) ερεθισμός του δέρματος που προκαλείται από τον ιδρώτα· δρωτσίλα.
[ελνστ. ή μσν. *ἱδρωτήριον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ. (πρβ. ελνστ. ἱδρωτάρια τά & μσν. ιδρωτήρια τα `εφιδρωτικά παρασκευάσματα΄) < αρχ. ἱδρώς]