Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δρω [δró] Ρ10.4α αόρ. έδρασα, απαρέμφ. δράσει : 1. (για πρόσ.) αναπτύσσω δράση, δραστηριότητα: Στην κατοχή έδρασαν ανταρτικές ομάδες. Πολιτικοί που έδρασαν στο Mεσοπόλεμο. Εξτρεμιστικές οργανώσεις που δρουν στις μεγάλες πόλεις. 2. (για πργ. ή αφηρ. ουσ.) ασκώ επίδραση που συνεπάγεται τη μεταβολή μιας κατάστασης· επενεργώ: Tο φάρμακο αρχίζει να δρα ύστερα από μία ώρα. H δύναμη της βαρύτητας δρα στα υλικά σώματα.
[λόγ. < αρχ. δρῶ]
- δρω· αόρ. έδραξα.
-
- Αναπτύσσω δράση, ενεργώ:
- Ούτως λοιπόν εδράξασιν οι πάντες υπηρέται (Φλώρ. 1734).
[αρχ. δράω. Η λ. και σήμ.]
- Αναπτύσσω δράση, ενεργώ:
- δρώμενο το [δrómeno] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : ό,τι διαδραματίζεται κάπου: Θεατρικά (θρησκευτικά / λαϊκά) δρώμενα, ομαδικές παραστάσεις, συνήθ. με θρησκευτικό ή μαγικό χαρακτήρα. Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τα δρώμενα στην πολιτική σκηνή. Tα ιστορικά δρώμενα καταγράφονται από τους σύγχρονους με αυτά ιστορικούς.
[λόγ. εν. < αρχ. δρώμενα τά `αυτά που επιτελούνται΄ ουδ. πληθ. της μπε. του ρ. δρῶ στη σημ. `τελώ μυστικιστικές τελετές΄]
- δρων -ώσα -ων [δrón] Ε12στ : (λόγ.) που δρα, που ανταπτύσσει μια δραστηριότητα ή που ασκεί κάποια επενέργεια: ~ στέλεχος, ενεργό.
[λόγ. < αρχ. δρῶν `αυτός που πράττει΄ (μεε. του ρ. δρῶ)]
- δρώπικας ο [δrópikas] Ο5 : (λαϊκότρ.) υδρωπικία.
[μσν. δρώπικας μεταπλ. *δρώπικ(ος) -ας (ίσως σαν μεγεθ.) αντδ. < λατ. hydropicus < αρχ. ὑδρωπικός]
- δρωτήρι το [δrotíri] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) ερεθισμός του δέρματος που προκαλείται από τον ιδρώτα· δρωτσίλα.
[ελνστ. ή μσν. *ἱδρωτήριον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ. (πρβ. ελνστ. ἱδρωτάρια τά & μσν. ιδρωτήρια τα `εφιδρωτικά παρασκευάσματα΄) < αρχ. ἱδρώς]
- δρωτσίλα η [δrotsíla] Ο25α : (οικ.) ερεθισμός του δέρματος που προκαλείται από τον ιδρώτα· δρωτήρι.
[ελνστ. *ἱδρωτ(ίς) (πρβ. πληθ. ἱδρωτίδες) -ίλα, με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]