Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρουγγάριος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρουγγάριος ο [δruŋgários] Ο20α : αξιωματούχος του βυζαντινού στρατού ή ναυτικού.

[λόγ. < μσν. δρουγγάριος < υστλατ. drungari(us) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
δρουγγάριος ο· δρογγάριος.
  • Αξιωματούχος του Βυζαντινού Κράτους, στρατιωτικός ή ναυτικός διοικητής·
    • συνεκδ. για αξιωματούχους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
      • δρουγγαρίου όντος εν … ταις τριήρεσι Νοταρά (Ψευδο-Σφρ. 33421· Δούκ. 20117).

[<λατ. drungarius. Η λ. τον 7. αι. (Lampe). Βλ. και LBG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες