Παράλληλη αναζήτηση
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δροσό το,
- βλ. δροσιό.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσο- [δroso] & δροσό- [δrosó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό συνοδεύεται από την (πρωινή) δροσιά, έχει τα στοιχεία της δροσιάς: δροσόπλαστος, ~πλημμυρισμένος· ~πάχνη, ~πέταλο, ~πνοή.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. δροσο- θ. του ουσ. δρόσο(ς) `δροσιά΄ ως α' συνθ.: αρχ. δροσο-πάχνη, ελνστ. δρο σο-βολῶ, μσν. δρο σο-λουσμένος & λόγ. < διεθ. droso- < αρχ. δροσο-: δροσό-φυλλα < νλατ. droso phylla]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσοβολώ [δrosovoló] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ., λογοτ.) σκορπάω δροσιά.
[ελνστ. δροσοβολῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσολόγημα το [δrosolójima] Ο49 : (λαϊκότρ., λογοτ.) δρόσισμα.
[δροσολογη- (δροσολογώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσολογώ [δrosoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) δροσίζω.
[δροσο- + -λογώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- δροσολουσμένος, μτχ. επίθ.
-
- Λουσμένος με δροσιά:
- άλογα … δροσολουσμένα (Αχέλ. 1705).
[<ουσ. δρόσος + μτχ. παρκ. του λούζω. Η λ. και σήμ. λογοτ.]
- Λουσμένος με δροσιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσολουσμένος -η -ο [δrosoluzménos] Ε3 : (λογοτ.) δροσερός.
[μσν. δρο σολουσμένος < δροσο- + λουσμένος μππ. του λούζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσόλουστος -η -ο [δrosólustos] Ε5 : (λογοτ.) δροσερός: Δροσόλουστη άνοιξη.
[λόγ. δροσο- + λουσ- (λούω δες λούζω) -τος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσόμετρο το [δrosómetro] Ο40 : όργανο που χρησιμοποιείται στη μετεωρολογία για τη μέτρηση της δρόσου.
[λόγ. < γαλλ. drosomètre < droso- = δροσο- + -mètre = -μετρον]
[Λεξικό Κριαρά]
- δροσομυρίζω.
-
- Μυρίζω ωραία:
- από το ρόδον της αυγής πλιο του δροσομυρίζει (ενν. η κόρη) (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [76]).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = δροσερός και ευωδιαστός:
- τα ρόδα … τα δροσομυρισμένα (Φλώρ. 1675).
[<ουσ. δρόσος + μυρίζω]
- Μυρίζω ωραία: