Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δροσούλα η.
-
- Δροσιά (θωπευτ.):
- Εφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει (Ερωτόκρ. Ε´ 769).
[<ουσ. δρόσος + κατάλ. ‑ούλα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Δροσιά (θωπευτ.):