Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσιστικός -ή -ό [δrosistikós] Ε1 : για κτ. που όταν πίνεται ή τρώγεται προκαλεί ένα ευχάριστο αίσθημα δροσιάς: H λεμονάδα, το καρπούζι, το αγγούρι είναι πολύ δροσιστικά όταν είναι παγωμένα.
[δροσισ- (δροσίζω) -τικός]