Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δροσερός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δροσερός, επίθ.
  • 1) Γεμάτος δροσιά, δροσερός:
    • δροσερά λιβάδια (Ερωτόκρ. Β´ 637).
  • 2) Τρυφερός, ωραίος:
    • νια και δροσερή (αυτ. Α´ 1317).
  • 3) Καταπραϋντικός:
    • βοτάνι δροσερό (αυτ. Α´ 285).

[αρχ. επίθ. δροσερός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δροσερός -ή -ό [δroserós] Ε1 : 1α. που είναι μέτρια κρύος, έτσι ώστε να προκαλεί ένα ευχάριστο αίσθημα: Δροσερό νερό. ~ καιρός. Δροσερή μέρα. β. (για φυτό, κυρίως για λουλούδι που διατηρείται όπως ήταν πριν κοπεί) που δεν έχει αρχίσει να μαραίνεται: Ένα μπουκέτο δροσερά αγριολούλουδα. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) που έχει την ευχάριστη εμφάνιση που δίνει η νεανικότητα και η σφριγηλότητα: Kορίτσια δροσερά σαν τα κρύα τα νερά. Δροσερά νιάτα / πρόσωπα. β. που είναι ευχάριστος, γιατί δείχνει ότι προέρχεται από νεαρό και σφριγηλό άτομο: Δροσερή φωνή. Δροσερό γέλιο. δροσερούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. δροσερούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. δροσερά ΕΠIΡΡ.

[αρχ. δροσερός· δροσερ(ός) -ούλης· δροσερ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες