Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσερεύω [δroserévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ., λογοτ.) δροσίζω.
[μσν. δροσερεύω < δροσερ(ός) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δροσερεύω· δροσερεύγω.
-
- 1) Δροσίζω:
- δροσέρεψε τα χείλη σου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α´ 177).
- 2) (Μεταφ.) ανακουφίζω, καταπραΰνω:
- να δροσερέψεις τον καημό (Ερωτόκρ. Α´ 1246).
[<επίθ. δροσερός + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.) Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.)]
- 1) Δροσίζω: