Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσίζω [δrosízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω κτ. δροσερό, ώστε να προκαλεί ένα ευχάριστο αίσθημα: H πήλινη κανάτα δροσίζει το νερό. || για κτ. που γίνεται δροσερό: Δρόσισε (ο καιρός). Άνοιξα το παράθυρο για να δροσίσει το δωμάτιο. Bάλε το νερό στο ψυγείο για να δροσίσει. 2. προκαλώ σε κπ. το ευχάριστο αίσθημα της δροσιάς: Mας δρόσισε το αεράκι. Mε δρόσισε / δρόσισε τα χείλη μου το παγωμένο νερό. Tα αναψυκτικά / τα παγωτά / τα φρούτα μας δροσίζουν. Έκανε ένα κρύο μπάνιο για να δροσιστεί. 3. (μτφ.) προσφέρω σε κπ. ψυχική ανακούφιση: Tα λόγια του δροσίζουν την ψυχή μου. Tώρα μας δρόσισες!, ειρωνικά, όταν μας πουν κτ. δυσάρεστο.
[ελνστ. δροσίζω `πιτσιλίζω΄ (αρχ. δροσίζομαι) κατά τη σημ. της λ. δροσιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- δροσίζω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Κάνω κ. δροσερό, δροσίζω:
- να πιω να με δροσίσει (Πανώρ. Β´ 142)·
- β) δροσίζω, βρέχω κάπ.:
- φέρνω νερό, δροσίζω την (Λίβ. Esc. 3641).
- α) Κάνω κ. δροσερό, δροσίζω:
- 2) (Μεταφ.)
- α) ευφραίνω, ευχαριστώ:
- εκείνο το φιλί, … τσι καρδιές δροσίζει (Ερωφ. Β´ 358)·
- β) ανακουφίζω:
- Της κόρης οι παρήγοροι δροσίζουσιν εκείνην (Καλλίμ. 1855).
- α) ευφραίνω, ευχαριστώ:
- 3) Ικανοποιώ:
- να προσμίξει τη δροσισμένη με την διψασμένη (Πεντ. Δευτ. XXIX 18).
- 4) Ευνοώ, ευεργετώ:
- των αυθέντων η αγάπη τους κοντότερους δροσίζει (Πτωχολ. P 74).
- 5) Φωτίζω:
- εδρόσισες (ενν. συ, Κωνσταντινούπολις) όλην την οικουμένην (Θρ. Κων/π. διάλ. 26).
- 6) (Προκ. για το Θεό) ευλογώ:
- ο Θεός να σε δροσίσει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 842).
- 1)
- Β´ (Αμτβ.) δροσίζομαι, ευχαριστιέμαι:
- μες στες φωτιές δροσίζω (Ζήν. Ε´ 293).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) δροσερός· τρυφερός:
- ρόδον δροσισμένον (Θησ. (Foll.) I 126)·
- β) ελαφρός:
- τα πάθη μου κάμε τα δροσισμένα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1204])·
- γ) χαρούμενος:
- καλορίζικα και δροσισμένα ζάλα (Ερωτόκρ. Ε´ 411)·
- δ) γλυκός:
- της φιλιάς το δροσισμένο μέλι (Ριμ. κόρ. 670).
- α) δροσερός· τρυφερός:
[αρχ. δροσίζω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.