Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δροσάτος, επίθ.
-
- 1) Δροσερός:
- ο άνεμος εφύσαν ο δροσάτος (Βοσκοπ. 146).
- 2) Που προκαλεί χαρά, ευχαρίστηση:
- ένα φιλί δροσάτο (Πανώρ. Β´ 220).
- 3) (Προκ. για μέλος του ανθρώπινου σώματος ή για γυναίκα) ωραίος:
- ο τράχηλός της ήτονε … καθάριος και δροσάτος (Μαρκάδ. 50· Θησ. (Foll.) I 131).
[<ουσ. δρόσος + κατάλ. ‑άτος. Το ουδ. ως ουσ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Δροσερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσάτος -η -ο [δrosátos] Ε3 : (λογοτ.) δροσερός: Δροσάτα λουλούδια / κορίτσια.
[μσν. δροσάτος < δρόσ(ος) -άτος]