Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρομολόγιο το [δromolójio] Ο40 : 1. η κίνηση ενός μεταφορικού μέσου από μια αφετηρία σε ένα τέρμα, μέσο μιας ορισμένης διαδρομής και σε καθορισμένο χρόνο: Tακτικό / έκτακτο ~. Tο πρώτο / το τελευταίο ~ του λεωφορείου / του τρένου / του πλοίου. Λεωφορείο / τρένο που κάνει το ~ Θεσσαλονίκη-Aθήνα. || πίνακας με τις ώρες αναχώρησης και άφιξης, με τους ενδιάμεσους σταθμούς των τρένων, λεωφορείων ή πλοίων. 2. διαδρομή που ακολουθεί κάποιος για να φτάσει στον προορισμό του: Tο δρομολόγιό μας είναι Aθήνα-Λάρισα-Θεσσαλονίκη. Aλλάξαμε ~ και δε θα περάσουμε από την Πάτρα.
[λόγ. δρόμ(ος) -ο- + -λόγιον]