Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρομολόγηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρομολόγηση η [δromolójisi] Ο33 : η ενέργεια του δρομολογώ. 1. χρησιμοποίηση ενός μεταφορικού μέσου σε μια συγκοινωνιακή γραμμή: ~ νέων λεωφορείων. 2. έναρξη ενός προγράμματος ή αρχή μιας διαδικασίας: Aνακοινώθηκε η ~ των νέων μέτρων για την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος.

[λόγ. δρομολογη- (δρομολογώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες