Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δρομικός.
-
- (Προκ. για ναό) που είναι κτισμένος σε ρυθμό βασιλικής:
- Την αγίαν Σοφίαν … την έκτισεν ο μέγας Κωνσταντίνος δρομικήν (Hagia Sophia ω 5095‑6).
[αρχ. επίθ. δρομικός]
- (Προκ. για ναό) που είναι κτισμένος σε ρυθμό βασιλικής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρομικός -ή -ό [δromikós] Ε1 : (αρχιτ.) 1. για να δηλώσουμε τον τρόπο με τον οποίο χτίζονται τα τούβλα ή οι πέτρες, έτσι ώστε η μακριά πλευρά τους να είναι παράλληλη με το μήκος του τοίχου. ANT μπατικός: ~ τοίχος. Δρομική πλινθοδομή. Δρομικό χτίσιμο. 2. ~ ναός, τύπος βασιλικής που χωρίζεται εσωτερικά με κιονοστοιχίες σε κλίτη.
[ελνστ. δρομικός `επιμήκης΄ (αρχιτ.), αρχ. σημ.: `γρήγορος΄]