Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρολάπι το [δrolápi] Ο44 & δρόλαπας ο [δrólapas] Ο5 : 1. (λαϊκότρ.) ραγδαία βροχή με δυνατό άνεμο· ανεμοβρόχι. 2. (μτφ., λογοτ.) για κτ. ορμητικό και βίαιο: Tης οργής το ~.
[μσν.(;) *υδρολαίλαψ, αιτ. -απα & υποκορ. *υδρολαιλάπιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και απλολ. [lela > la] < αρχ. ὑδρο- + λαῖλαψ = λαίλαπα]