Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δριμύτητα η [δrimítita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι δριμύς: H ~ του χειμώνα / του κρύου. || (μτφ.): H αντιπολίτευση επιτέθηκε στην κυβέρνηση με μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. δριμύτης, αιτ. -ητα]