Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δριμύς, επίθ.· θηλ. δριμέα· πληθ. ουδ. δριμιά· συγκρ. δριμιότερος.
-
- 1) (Μεταφ.) βαρύς, φοβερός:
- τρομερές και δριμές … τιμωρίες (Χριστ. διδασκ. 41).
- 2) (Προκ. για λόγο)
- α) λυπηρός, πικρός:
- (Δούκ. 37128)·
- β) δυνατός, έντονος, επιτακτικός:
- «Λάζαρε», με δριμέαν φωνήν, «έλ’ έξω!» (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1109).
- α) λυπηρός, πικρός:
- 3) (Προκ. για δάκρυα) πικρός:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 440).
[αρχ. επίθ. δριμύς. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Πιτυκ.). Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) (Μεταφ.) βαρύς, φοβερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δριμύς -εία -ύ [δrimís] Ε7α : 1α. πολύ δυνατός, διαπεραστικός, συνήθ. για καιρικά φαινόμενα: ~ χειμώνας. Δριμύ κρύο. β. για κτ. που ερεθίζει τη γεύση ή την όσφρηση: Δριμύ άρωμα. 2. (μτφ.) για λόγο πολύ οξύ, πολύ καυστικό: Άσκησε δριμεία / δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση. Yπήρξε πολύ ~ στην κριτική του. (έκφρ., ειρ.) επανέρχομαι* δριμύτερος.
[λόγ. < αρχ. δριμύς]
[Λεξικό Κριαρά]
- δριμύσσω.
-
- (Μέσ., μεταφ.) αυστηρά επικρίνω:
- εδριμύξω την εμήν, πραότατε, κακίαν (Γλυκά, Στ. Β´ 73).
[<επίθ. δριμύς + κατάλ. ‑σσω. Η λ. τον 4. αι. (L‑S). Τ. ‑ύζω σήμ. ποντ. (Andr.)]
- (Μέσ., μεταφ.) αυστηρά επικρίνω:
[Λεξικό Κριαρά]
- δριμυστικά, επίρρ.
-
- Με δριμύτητα, έντονα:
- τολμηρά, δριμυστικά τον βασιλέα λαλούσιν (Βυζ. Ιλιάδ. 93).
[<επίθ. δριμυστικός]
- Με δριμύτητα, έντονα: