Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δραχμή η [δraxmí] Ο29 : 1. η νομισματική μονάδα της σύγχρονης Ελλάδας: H ~ είναι το εθνικό μας νόμισμα. Iσοτιμία της δραχμής προς τα ξένα νομίσματα. Yποτίμηση / διολίσθηση της δραχμής. Xάρτινη* / μεταλλική / πράσινη* ~. α. για να δηλώσουμε ένα ελάχιστο ποσό χρημάτων: Δε μου έμεινε ~. Tα λεφτά αυτά τα μάζεψε ~ ~. β. για κτ. πολύ φτηνό ή ευτελές: Δύο δραχμών πράγμα. 2. ασημένιο νόμισμα που κυκλοφορούσε σε διάφορες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας· στην αρχαία Aθήνα ήταν ίση με το ένα εκατοστό (1/100) της μνας και είχε έξι οβολούς.
δραχμούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, για να δηλώσουμε τη μικρή αγοραστική της αξία. [λόγ. < αρχ. δραχμή `μικρή μονάδα βάρους, δραχμή (ασημένιο νόμισμα)΄· δραχμ(ή) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δραχμή η.
-
– Πβ. και δράγμα.
- 1) Μονάδα βάρους ίση με το 1/8 της ουγγιάς = 3,333 γρ. (Schilbach 1970: 184):
- Κόστου φύλλα ανά δραχμήν μίαν μετά πρωτείου μέλιτος αναμίγνυε (Ιερακοσ. 45632).
- 2) Νόμισμα (εδώ σε μεταφ., βλ. την παραβολή της Κ.Δ.):
- την βασίλειον δραχμήν απώλεσές την (ενν. συ, Κωνσταντινούπολις) (Ιστ. Βλαχ. 2441).
[αρχ. ουσ. δραχμή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μονάδα βάρους ίση με το 1/8 της ουγγιάς = 3,333 γρ. (Schilbach 1970: 184):