Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δραστικός, επίθ.
-
- Που είναι ικανός για δράση, δραστήριος, ενεργητικός:
- (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 326).
[αρχ. επίθ. δραστικός. Η λ. και σήμ.]
- Που είναι ικανός για δράση, δραστήριος, ενεργητικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δραστικός -ή -ό [δrastikós] Ε1 : 1. για κτ. που δρα, που ενεργεί πολύ αποτελεσματικά και συνήθ. και πολύ γρήγορα: Δραστικό φάρμακο. Θα ληφθούν δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας. H αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να είναι δραστική. Δραστική μείωση των τιμών, πολύ μεγάλη. 2. (γλωσσ.) δραστικά ουσιαστικά, που δηλώνουν το πρόσωπο που ενεργεί: Επίθημα που παράγει δραστικά ουσιαστικά. Tα επιθήματα -τής και -τωρ της αρχαίας ελληνικής παράγουν δραστικά ουσιαστικά.
δραστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Οι τιμές μειώθηκαν ~. [λόγ.: 1: ελνστ. δραστικός, αρχ. σημ.: `δραστήριος΄· 2: σημδ. νλατ. nomina agentis]