Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δραστηριοποίηση η [δrastiriopíisi] Ο33 : η ενέργεια του δραστηριοποιώ: Άρχισε η ~ των κομμάτων ενόψει των εκλογών.
[λόγ. δραστηριοποιη- (δραστηριοποιώ) -σις > -ση]