Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δραστήριος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δραστήριος, επίθ.
  • Αποτελεσματικός, δραστικός:
    • (Επιστ. Αδελφ. 52).

[αρχ. επίθ. δραστήριος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δραστήριος -α -ο [δrastírios] Ε6 : που αναπτύσσει έντονη και πολύμορφη δράση: Ένας ~ επιχειρηματίας δεν περιορίζεται στα στενά όρια της πόλης του. Είναι τόσο δραστήρια γυναίκα, ώστε κατορθώνει να συνδυάζει οικογενειακές υποχρεώσεις, επάγγελμα και εθελοντική προσφορά. δραστήρια ΕΠIΡΡ: Kινήθηκε ~ για τη δημιουργία του συλλόγου.

[λόγ. < αρχ. δραστήριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες