Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρασκελιά η [δraske
á] Ο24 : (λαϊκότρ.) 1. βήμα με μεγάλο άνοιγμα των σκελών, ανοιχτό βήμα: Προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές. 2. (παρωχ.) έκταση ή απόσταση που καλύπτεται με μια δρασκελιά: Tου έμεναν λίγες δρασκελιές ως την κορφή του βουνού. [δρασκελ(ώ) -ιά]